- νικαγωγεύς
- νικαγωγεύς, -έως, ό (Μ)(για τον Θεό) αυτός που οδηγεί προς την νίκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + ἀγωγεύς (< ἄγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek